- τορ
- το, Νάκλ. μετρολ. μονάδα πίεσης ίση με το 1/760 τής πρότυπης ατμοσφαιρικής πίεσης η οποία χρησιμοποιείται συνήθως στην τεχνολογία τού κενού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τόρ — Α (ρόδ. τ. αιτ. εν. τού άρθρου ὁ) τόν … Dictionary of Greek
Diaeresis (prosody) — For other uses, see Diaeresis (disambiguation). In poetic meter, diaeresis (/daɪˈɛrɨ … Wikipedia
-τήρας — τήρ, ΝΜΑ παραγωγική κατάλ. ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία, όπως και η κατάλ. τωρ, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον δράστη ενέργειας. Οι δύο αυτές καταλήξεις ανάγονται στην ΙΕ κατάληξη * ter (πρβλ. και αρχ. ινδ. pi tā, λατ. pa … Dictionary of Greek
πίεση — Φυσικό μέγεθος με το οποίο υποδηλώνεται η δύναμη που ασκείται σε κάθε μονάδα επιφάνειας· η π. έτσι ορίζεται με το πηλίκον της δύναμης που δρα κάθετα και ομοιόμορφα σε μια επιφάνεια, δια του εμβαδού αυτής της επιφάνειας: και εκφράζεται, ανάλογα με … Dictionary of Greek
πετροτόρος — ο, Ν εργαλείο με το οποίο ανοίγονται τρύπες σε πέτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + τορος (< θ. τορ , πρβλ. τορεῖν, απρμφ. αορ. τού τείρω «τρυπώ», τόρ νος)] … Dictionary of Greek
ρινοτόρος — ον, Α (για τον Άρη) αυτός που διατρυπά τη δερμάτινη ασπίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥινός «δέρμα» + τόρος (< θ. τορ του αορ. τορ εῖν τού τείρω «τρυπώ»), πρβλ. χαλκό τορος] … Dictionary of Greek
ядро — I ядро I, им. п. мн. ч. ядра, ядрица, укр. ядро, блр. ядро, др. русск. ɪадро плод , словен. jedrо ядро, содержание, сила , jedrn ядреный, сжатый , чеш. jadrо ядро, сердцевина , jadrа мн. яички , слвц. jadro ядро , чеш., слвц. jadrny ядреный,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Ablaut indoeuropeo — En lingüística, el término ablaut designa un sistema de alternancias vocálicas (en especial, variaciones regulares) en el protoindoeuropeo y sus lejanas consecuencias en todas las modernas lenguas indoeuropeas. Algunos ejemplos de restos del… … Wikipedia Español
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
ανθυποφορά — Ρητορικό σχήμα κατά το οποίο ο ρήτορας κάνει ερωτήσεις, προβάλλει απορίες κλπ., που κατά τη γνώμη του έχουν οι ακροατές του και απαντά αμέσως ο ίδιος σε αυτές. Παράδειγμα α. αποτελούν οι γνωστοί δημοτικοί στίχοι: «Τι είν’ ο αχός π’ ακούγεται κι… … Dictionary of Greek